αιτιότητα

αιτιότητα
η
1. η φιλοσοφική άποψη κατά την οποία κάθε φυσικό φαινόμενο έχει την υλική του αιτία: Αιτιότητα είναι η πραγματική σχέση ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα.
2. «Αρχή ή νόμος της αιτιότητας», κάθε γεγονός έχει την αιτία του και κάτω από τις ίδιες συνθήκες οι ίδιες αιτίες παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… …   Dictionary of Greek

  • τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… …   Dictionary of Greek

  • αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… …   Dictionary of Greek

  • ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • αιτιώδης — ( ους), ες (Α αἰτιώδης) [αἰτία] αυτός που περιέχει, που κλείνει μέσα του την αιτία ενός πράγματος, ο αίτιος νεοελλ. φρ. «αιτιώδης σχέση», σχέση αιτίας και αποτελέσματος, αιτιότητα αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με την αιτία ενός πράγματος, ο… …   Dictionary of Greek

  • ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… …   Dictionary of Greek

  • αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάντερ, Σάμιουελ — (Samuel Alexander, 1859 – 1938). Άγγλος φιλόσοφος, από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Σπούδασε στη Μελβούρνη, την Οξφόρδη και τη Γερμανία. Διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Βικτορίας του Μάντσεστερ, από το 1893 έως το 1924. Η φιλοσοφία του, μια… …   Dictionary of Greek

  • Άντλερ, Μαξ — (Max Adler, Βιέννη 1873 – 1940). Αυστριακός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Οπαδός του αυστριακού ρεύματος του μαρξισμού, διεύθυνε με τον Χίλφερντινγκ την επιθεώρηση Μαρξιστικές Σπουδές (Marx Studien). Έδωσε έμφαση στην κοινωνιολογική όψη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”